- περίαλλα
- Αεπίρρ. βλ. περίαλλος (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Περίαλλα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλα — περίαλλος before all others neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περίαλλ' — Περίαλλα , Περίαλλα fem nom/voc sg Περίαλλαι , Περίαλλα fem nom/voc pl Περίαλλε , Περίαλλος before all others masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλ' — περίαλλα , περίαλλος before all others neut nom/voc/acc pl περίαλλε , περίαλλος before all others masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περίαλλαν — Περίαλλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον». (II) ον, Α 1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον 2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα προπάντων, κατ εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek